ἔγκατον

ἔγκατον
ἔγκατον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έγκατον — ἔγκατον, το (Α) βλ. έγκατα …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՐ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0954 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c գ. γαστήρ venter, uterus ἕγκατον, τα intestunum viscera τὰ ἑντός interiora. Միջավայր մարմնոյ կենդանեաց ʼի լանջաց եւ ʼի վայր՝ ընդունարան փորոտեաց. որովայն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”