ἔγκατον
Look at other dictionaries:
έγκατον — ἔγκατον, το (Α) βλ. έγκατα … Dictionary of Greek
λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… … Dictionary of Greek
ՓՈՐ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0954 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c գ. γαστήρ venter, uterus ἕγκατον, τα intestunum viscera τὰ ἑντός interiora. Միջավայր մարմնոյ կենդանեաց ʼի լանջաց եւ ʼի վայր՝ ընդունարան փորոտեաց. որովայն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)